- ἀλλοτριοπραγμοσύνη
- ἀλλοτριο-πραγμοσύνη, ἡ,A meddlesomeness, Pl.R.444b, Procl. in Alc.p.14 C.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλλοτριοπραγμοσύνη — ἀλλοτριοπραγμοσύνη, η (Α) [ἀλλοτριοπράγμων] η αλλοτριοπραγία* … Dictionary of Greek
ἀλλοτριοπραγμοσύνη — meddlesomeness fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοτριοπραγμοσύνην — ἀλλοτριοπραγμοσύνη meddlesomeness fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοτριοπραγμοσύνης — ἀλλοτριοπραγμοσύνη meddlesomeness fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοτριοπραγμοσύνας — ἀλλοτριοπραγμοσύνᾱς , ἀλλοτριοπραγμοσύνη meddlesomeness fem acc pl ἀλλοτριοπραγμοσύνᾱς , ἀλλοτριοπραγμοσύνη meddlesomeness fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλοτριοπράγμων — ἀλλοτριοπράγμων ( ονος), ον (Α) αυτός που αναμιγνύεται σε ξένες υποθέσεις, ο περίεργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος + πράγμων < πρᾶγμα. ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοτριοπραγμοσύνη] … Dictionary of Greek